-
1 кузнечный
επ.του σιδηρουργού•кузнечный молот то σφυρί του σιδηρουργού•
кузнечный мех το φυσερό του σιδηρουργού•
кузнечный цех σιδηρουργείο•
-ое ремесло το επάγγελμα του σιδηρουργού, σιδηρουργία.
-
2 кузнечный
кузнечн||ыйприл σιδηρουργικός:\кузнечный мех ὁ φυσητήρας, τό φυσερό· \кузнечныйое ремесло́ ἡ σιδηρουργία, ἡ τέχνη τοῦ σιδερᾶ· \кузнечный цех τό σιδηρουργεῖο. -
3 σιδηρουργείο(ν)
τό1) железоделательный завод; 2) кузница; кузнечный цех -
4 σιδηρουργείο(ν)
τό1) железоделательный завод; 2) кузница; кузнечный цех -
5 цех
το τμήμα (του εργοστασίου)το συνεργείοвагоноремонтный - το συνεργείο επισκευής βαγονιών/οχημάτων- вулканизации το συνεργείο αναγόμωσης, επισκευής ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών, разг. το βουλκανιζατέρзакроечный - κοπτικής/κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цех